αναφομοίωτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αναφομοίωτος | η | αναφομοίωτη | το | αναφομοίωτο |
| γενική | του | αναφομοίωτου | της | αναφομοίωτης | του | αναφομοίωτου |
| αιτιατική | τον | αναφομοίωτο | την | αναφομοίωτη | το | αναφομοίωτο |
| κλητική | αναφομοίωτε | αναφομοίωτη | αναφομοίωτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αναφομοίωτοι | οι | αναφομοίωτες | τα | αναφομοίωτα |
| γενική | των | αναφομοίωτων | των | αναφομοίωτων | των | αναφομοίωτων |
| αιτιατική | τους | αναφομοίωτους | τις | αναφομοίωτες | τα | αναφομοίωτα |
| κλητική | αναφομοίωτοι | αναφομοίωτες | αναφομοίωτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Αντώνυμα
Συγγενικά
- αναφομοίωτα
- → δείτε τις λέξεις αφομοιώνω και όμοιος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.