χωνεμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χωνεμένος η χωνεμένη το χωνεμένο
      γενική του χωνεμένου της χωνεμένης του χωνεμένου
    αιτιατική τον χωνεμένο τη χωνεμένη το χωνεμένο
     κλητική χωνεμένε χωνεμένη χωνεμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χωνεμένοι οι χωνεμένες τα χωνεμένα
      γενική των χωνεμένων των χωνεμένων των χωνεμένων
    αιτιατική τους χωνεμένους τις χωνεμένες τα χωνεμένα
     κλητική χωνεμένοι χωνεμένες χωνεμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Προφορά

ΔΦΑ : /xo.neˈme.nos/

Μετοχή

χωνεμένος, -η, -ο

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.