ολοκληρωμένα
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
ολοκληρωμένα
< επίθετο
ολοκληρωμένος
Επίρρημα
ολοκληρωμένα
πλήρως
, χωρίς
ελλείψεις
Συνώνυμα
πλήρως
Αντώνυμα
ελλιπώς
λειψά
Συγγενικά
ολοκληρωμένος
ολοκληρώνω
ολοκληρωτικός
ολοκληρωτικά
,
ολοκληρωτικώς
Μεταφράσεις
ολοκληρωμένα
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.