ελεγμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ελεγμένος η ελεγμένη το ελεγμένο
      γενική του ελεγμένου της ελεγμένης του ελεγμένου
    αιτιατική τον ελεγμένο την ελεγμένη το ελεγμένο
     κλητική ελεγμένε ελεγμένη ελεγμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ελεγμένοι οι ελεγμένες τα ελεγμένα
      γενική των ελεγμένων των ελεγμένων των ελεγμένων
    αιτιατική τους ελεγμένους τις ελεγμένες τα ελεγμένα
     κλητική ελεγμένοι ελεγμένες ελεγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

.

Ετυμολογία

ελεγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ελέγχω

Μετοχή

ελεγμένος, -η, -ο

  • που έχει ελεγχθεί
    Αυτά τα έγγραφα δεν είναι ελεγμένα

Συγγενικά

 δείτε τη λέξη ελέγχω

  • ηλεγμένος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.