ανεπιβεβαίωτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ανεπιβεβαίωτος | η | ανεπιβεβαίωτη | το | ανεπιβεβαίωτο |
| γενική | του | ανεπιβεβαίωτου | της | ανεπιβεβαίωτης | του | ανεπιβεβαίωτου |
| αιτιατική | τον | ανεπιβεβαίωτο | την | ανεπιβεβαίωτη | το | ανεπιβεβαίωτο |
| κλητική | ανεπιβεβαίωτε | ανεπιβεβαίωτη | ανεπιβεβαίωτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ανεπιβεβαίωτοι | οι | ανεπιβεβαίωτες | τα | ανεπιβεβαίωτα |
| γενική | των | ανεπιβεβαίωτων | των | ανεπιβεβαίωτων | των | ανεπιβεβαίωτων |
| αιτιατική | τους | ανεπιβεβαίωτους | τις | ανεπιβεβαίωτες | τα | ανεπιβεβαίωτα |
| κλητική | ανεπιβεβαίωτοι | ανεπιβεβαίωτες | ανεπιβεβαίωτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ανεπιβεβαίωτος < στερητικό αν- + επιβεβαιώνω + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος
Επίθετο
ανεπιβεβαίωτος
- που δεν έχει επιβεβαιωθεί, που δεν θεωρείται απολύτως βέβαιος
- ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες μιλούν για δεκάδες νεκρούς από το σεισμό
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.