secure
Αγγλικά (en)
Επίθετο
| παραθετικά | |
| θετικός | secure |
| συγκριτικός | securer / more secure |
| υπερθετικός | securest / most secure |
secure (en)
- ασφαλής, σίγουρος, είναι πιθανό να συνεχίσει ή να είναι επιτυχημένος για μεγάλο χρονικό διάστημα
- ↪ a secure investment - μια ασφαλής επένδυση
- ↪ He has a secure position.
- Έχει μια σίγουρη θέση.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη dependable
- ασφαλής, όπου κάποιος ή κάτι δεν μπορεί να βλάψει
- ασφαλής, σίγουρος, νιώθω χαρούμενος και σίγουρος για τον εαυτό μου ή για μια συγκεκριμένη κατάσταση
- ασφαλίζω, φρουρούμενο κτίριο, πόρτα ή δωμάτιο έτσι ώστε να είναι δύσκολο για κάποιον να βγει ή να μπει
- ↪ Make all the windows secure before leaving.
- Ασφάλισε όλα τα παράθυρα πριν φύγεις.
- ↪ Make all the windows secure before leaving.
Παράγωγα
Ρήμα
| ενεστώτας | secure |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | secures |
| αόριστος | secured |
| παθητική μετοχή | secured |
| ενεργητική μετοχή | securing |
secure (en)
Πηγές
- secure (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- secure (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 136, 789. ISBN 9780194325684., λήμμα: ασφαλής, ασφαλίζω, σίγουρος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.