κωδικός πρόσβασης
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Πολυλεκτικός όρος
- (πληροφορική) εν συντομία κωδικός: ακολουθία συμβόλων πληκτρολογίου συσκευής, γνωστή μόνο από συγκεκριμένο κάτοχο ενός ονόματος χρήστη (username), που του επιτρέπει την σύνδεση σε υπολογιστή ή τερματικό και γενικότερα την είσοδό του σε περιορισμένο για άλλους εικονικό ή πραγματικό χώρο
- ※ Μπορείτε να αποκτήσετε ηλεκτρονικά κωδικούς πρόσβασης TAXISnet, έτσι ώστε να έχετε πρόσβαση στις φορολογικές υπηρεσίες της ΑΑΔΕ καθώς και σε ένα πλήθος υπηρεσιών της δημόσιας διοίκησης.[1]
- ※ Χρησιμοποιείτε πάντοτε ισχυρούς κωδικούς πρόσβασης που συνδυάζουν κεφαλαία με πεζά γράμματα, αριθμούς και σύμβολα. Οι απλοί κωδικοί πρόσβασης δεν συνδυάζουν αυτά τα στοιχεία. Ισχυρός κωδικός πρόσβασης: Y6dh!et5. Απλός κωδικός πρόσβασης: House27. [2]
Συνώνυμα
- κλειδάριθμος
- (εν συντομία) κωδικός
- σύνθημα
- συνθηματικό
Υπώνυμα
- ασφαλής / ισχυρός κωδικός πρόσβασης
- φράση πρόσβασης
Αναφορές
- Ηλεκτρονική Εγγραφή στο TAXISnet. Προσπέλαση 2020-05-07
- Κρυπτογράφηση βάσης δεδομένων, χρησιμοποιώντας κωδικό πρόσβασης βάσης δεδομένων. Πρόσβαση 2021-07-16.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.