διασφαλίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

διασφαλίζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διασφαλίζομαι < δια- + ἀσφαλίζω < αρχαία ελληνική ἀσφαλής < σφάλλω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)gʷʰh₂el-

Προφορά

ΔΦΑ : /ði.a.sfaˈli.zo/
ΔΦΑ : /ði̯a.sfaˈli.zo/ σε γρήγορο λόγο
τυπογραφικός συλλαβισμός: διασφαλίζω για όλες τις προφορές

Ρήμα

διασφαλίζω, αόρ.: διασφάλισα, παθ.φωνή: διασφαλίζομαι, π.αόρ.: διασφαλίστηκα, μτχ.π.π.: διασφαλισμένος

Συγγενικά

 δείτε τις λέξεις ασφαλίζω, ασφαλής και σφάλλω

Κλίση

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

διασφαλίζω < δια- + ἀσφαλίζω < αρχαία ελληνική ἀσφαλής < σφάλλω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)gʷʰh₂el-

Ρήμα

διασφαλίζω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.