σφάλλω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σφάλλω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σφάλλω (κάνω κάτι να πέσει), σφάλλομαι (κάνε λάθος)[1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)gʷʰh₂el-

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈsfa.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σφάλλω
τονικό παρώνυμο: σφαλώ

Ρήμα

σφάλλω, πρτ.: έσφαλλα, αόρ.: έσφαλα, μτχ.π.π.: εσφαλμένος (χωρίς παθητική φωνή)

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

ζητούμενο λήμμα

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.