συνδυάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

συνδυάζω < αρχαία ελληνική συνδυασμός < συνδυάζω < σύν + δυάζω < δύο < πρωτοελληνική *dúwō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dwóh₁ (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική combiner ή αγγλική combine)

Προφορά

ΔΦΑ : /sin.ðiˈa.zo/

Ρήμα

συνδυάζω (παθητική φωνή: συνδυάζομαι)

  1. ταιριάζω ή ενώνω μεταξύ τους ή τοποθετώ μαζί δύο (ή περισσότερα) στοιχεία που κανονικά δεν ταιριάζουν ή είναι αντίθετα
  2. διαθέτω δύο (ή περισσότερα) στοιχεία που κανονικά δεν ταιριάζουν ή είναι αντίθετα

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.