συνδυάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συνδυάζω < αρχαία ελληνική συνδυασμός < συνδυάζω < σύν + δυάζω < δύο < πρωτοελληνική *dúwō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dwóh₁ (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική combiner ή αγγλική combine)
Προφορά
- ΔΦΑ : /sin.ðiˈa.zo/
Ρήμα
συνδυάζω (παθητική φωνή: συνδυάζομαι)
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | συνδυάζω | συνδύαζα | θα συνδυάζω | να συνδυάζω | συνδυάζοντας | |
| β' ενικ. | συνδυάζεις | συνδύαζες | θα συνδυάζεις | να συνδυάζεις | συνδύαζε | |
| γ' ενικ. | συνδυάζει | συνδύαζε | θα συνδυάζει | να συνδυάζει | ||
| α' πληθ. | συνδυάζουμε | συνδυάζαμε | θα συνδυάζουμε | να συνδυάζουμε | ||
| β' πληθ. | συνδυάζετε | συνδυάζατε | θα συνδυάζετε | να συνδυάζετε | συνδυάζετε | |
| γ' πληθ. | συνδυάζουν(ε) | συνδύαζαν συνδυάζαν(ε) |
θα συνδυάζουν(ε) | να συνδυάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | συνδύασα | θα συνδυάσω | να συνδυάσω | συνδυάσει | ||
| β' ενικ. | συνδύασες | θα συνδυάσεις | να συνδυάσεις | συνδύασε | ||
| γ' ενικ. | συνδύασε | θα συνδυάσει | να συνδυάσει | |||
| α' πληθ. | συνδυάσαμε | θα συνδυάσουμε | να συνδυάσουμε | |||
| β' πληθ. | συνδυάσατε | θα συνδυάσετε | να συνδυάσετε | συνδυάστε | ||
| γ' πληθ. | συνδύασαν συνδυάσαν(ε) |
θα συνδυάσουν(ε) | να συνδυάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω συνδυάσει | είχα συνδυάσει | θα έχω συνδυάσει | να έχω συνδυάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις συνδυάσει | είχες συνδυάσει | θα έχεις συνδυάσει | να έχεις συνδυάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει συνδυάσει | είχε συνδυάσει | θα έχει συνδυάσει | να έχει συνδυάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε συνδυάσει | είχαμε συνδυάσει | θα έχουμε συνδυάσει | να έχουμε συνδυάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε συνδυάσει | είχατε συνδυάσει | θα έχετε συνδυάσει | να έχετε συνδυάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν συνδυάσει | είχαν συνδυάσει | θα έχουν συνδυάσει | να έχουν συνδυάσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.