εξασφαλίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εξασφαλίζω < ελληνιστική κοινή ἐξασφαλίζω

Ρήμα

εξασφαλίζω (παθητική φωνή: εξασφαλίζομαι)

  1. τοποθετώ κάτι σε ασφαλές μέρος
     συνώνυμα: ασφαλίζω, σιγουράρω, σιγουρεύω, κλειδώνω
  2. πετυχαίνω να γίνει κάτι στα σίγουρα
     συνώνυμα: επιτυγχάνω, κατοχυρώνω

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.