αστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αστικός | η | αστική | το | αστικό |
| γενική | του | αστικού | της | αστικής | του | αστικού |
| αιτιατική | τον | αστικό | την | αστική | το | αστικό |
| κλητική | αστικέ | αστική | αστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αστικοί | οι | αστικές | τα | αστικά |
| γενική | των | αστικών | των | αστικών | των | αστικών |
| αιτιατική | τους | αστικούς | τις | αστικές | τα | αστικά |
| κλητική | αστικοί | αστικές | αστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αστικός < αρχαία ελληνική ἀστικός < ἄστυ (2. σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική urbain· 3. σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική civil· 4. σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική bourgeois)
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.stiˈkos/
Επίθετο
αστικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με το άστυ / πόλη, ανήκει σ’ αυτό ή αναφέρεται σ’ αυτό
- που έχει σχέση με την συγκοινωνία ή την επικοινωνία μέσα σε μια πόλη, ανήκει σ’ αυτές ή αναφέρεται σ’ αυτές
- (νομικός όρος) που έχει σχέση με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις ενός πολίτη ή αναφέρεται σ’ αυτά
- που έχει σχέση με την κοινωνική τάξη των αστών και τους αστούς, αναφέρεται σ’ αυτά ή εκφράζει τους αστούς
- ≠ αντώνυμα: αντιαστικός
Συγγενικά
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.