αγροτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγροτικός η αγροτική το αγροτικό
      γενική του αγροτικού της αγροτικής του αγροτικού
    αιτιατική τον αγροτικό την αγροτική το αγροτικό
     κλητική αγροτικέ αγροτική αγροτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγροτικοί οι αγροτικές τα αγροτικά
      γενική των αγροτικών των αγροτικών των αγροτικών
    αιτιατική τους αγροτικούς τις αγροτικές τα αγροτικά
     κλητική αγροτικοί αγροτικές αγροτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αγροτικός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀγροτικός (ταπεινός). Συγχρονικά αναλύεται σε αγρότ(ης) + -ικός, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική champêtre, rural[1]

Επίθετο

αγροτικός, -ή, -ό

  1. που αναφέρεται, χαρακτηρίζει ή ανήκει στους αγρότες και τη γεωργία
  2. που βρίσκεται στην ύπαιθρο
     αντώνυμα: αστικός

Πολυλεκτικοί όροι

  • αγροτικός γιατρός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.