απαστικοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | απαστικοποίηση | οι | απαστικοποιήσεις |
| γενική | της | απαστικοποίησης* | των | απαστικοποιήσεων |
| αιτιατική | την | απαστικοποίηση | τις | απαστικοποιήσεις |
| κλητική | απαστικοποίηση | απαστικοποιήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, απαστικοποιήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- απαστικοποίηση < απ- + αστικοποίηση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική deurbanization)
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
απαστικοποίηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.