αστικομεταφυσικός
Νέα ελληνικά (el)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
- αστικομεταφυσικός < → δείτε τις λέξεις αστικός και μεταφυσικός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
αστικομεταφυσικός, ή, ό
- (σπάνιο) αστικός και μεταφυσικός ταυτόχρονα
Πηγές
- αστικομεταφυσικός - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.