αστικό

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αστικό < αστικός (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική urbain) < αρχαία ελληνική ἀστικός

Ουσιαστικό

αστικό ουδέτερο

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

αστικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.