υπεραστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | υπεραστικός | η | υπεραστική | το | υπεραστικό |
| γενική | του | υπεραστικού | της | υπεραστικής | του | υπεραστικού |
| αιτιατική | τον | υπεραστικό | την | υπεραστική | το | υπεραστικό |
| κλητική | υπεραστικέ | υπεραστική | υπεραστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | υπεραστικοί | οι | υπεραστικές | τα | υπεραστικά |
| γενική | των | υπεραστικών | των | υπεραστικών | των | υπεραστικών |
| αιτιατική | τους | υπεραστικούς | τις | υπεραστικές | τα | υπεραστικά |
| κλητική | υπεραστικοί | υπεραστικές | υπεραστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- υπεραστικός < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική interurban
Προφορά
Επίθετο
υπεραστικός -ή, -ό
- που βρίσκεται, γίνεται ή εκτείνεται έξω από τα όρια μιας πόλης, σε άλλες περιοχές
- υπεραστικός σιδηρόδρομος
Συγγενικά
Μεταφράσεις
υπεραστικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.