αστός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αστός οι αστοί
      γενική του αστού των αστών
    αιτιατική τον αστό τους αστούς
     κλητική αστέ αστοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αστός < αρχαία ελληνική ἀστός < ἄστυ

Ουσιαστικό

αστός αρσενικό (θηλυκό αστή)

  1. ο κάτοικος της πόλης
  2. ο μεγαλοεπιχειρηματίας, ο πλουτοκράτης· το άτομο εκείνο που κατέχει μεγαλύτερη περιουσία σε σχέση με την πλειοψηφία της κοινωνίας χάριν των επιχειρήσεών του

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.