συγκοινωνία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | συγκοινωνία | οι | συγκοινωνίες |
| γενική | της | συγκοινωνίας | των | συγκοινωνιών |
| αιτιατική | τη | συγκοινωνία | τις | συγκοινωνίες |
| κλητική | συγκοινωνία | συγκοινωνίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συγκοινωνία < μεσαιωνική ελληνική συγκοινωνία < αρχαία ελληνική συγκοινωνέω / συγκοινωνῶ ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική communication)
Ουσιαστικό
συγκοινωνία θηλυκό
Συγγενικά
Σύνθετα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.