συγκοινωνία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συγκοινωνία οι συγκοινωνίες
      γενική της συγκοινωνίας των συγκοινωνιών
    αιτιατική τη συγκοινωνία τις συγκοινωνίες
     κλητική συγκοινωνία συγκοινωνίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συγκοινωνία < μεσαιωνική ελληνική συγκοινωνία < αρχαία ελληνική συγκοινωνέω / συγκοινωνῶ ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική communication)

Ουσιαστικό

συγκοινωνία θηλυκό

  1. η μεταφορά με ποικίλα οχήματα ατόμων ή πραγμάτων από ένα σημείο σε άλλο
  2. (κατ’ επέκταση) τα μέσα που χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά αυτή

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.