αστικοποίηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αστικοποίηση οι αστικοποιήσεις
      γενική της αστικοποίησης* των αστικοποιήσεων
    αιτιατική την αστικοποίηση τις αστικοποιήσεις
     κλητική αστικοποίηση αστικοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αστικοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αστικοποίηση < αστικοποιώ + -ση

Ουσιαστικό

αστικοποίηση θηλυκό

  1. η ένταξη στην αστική τάξη, ενός ατόμου ή ενός τμήματος του πληθυσμού μιας περιοχής
  2. η αποδοχή της αστικής κουλτούρας και του αστικού τρόπου ζωής
  3. η μετατροπή μιας περιοχής σε αστικό κέντρο
  4. η διαρκής και συστηματική συσσώρευση πληθυσμού στα μεγάλα αστικά κέντρα

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.