civil

Αγγλικά (en)

Επίθετο

civil (en)

  • (μόνο πριν από το ουσιαστικό) εμφύλιος, που συνδέεται με τους ανθρώπους που ζουν σε μια χώρα
    The civil war divided the Greeks.
    Ο εμφύλιος πόλεμος διαίρεσε τους Έλληνες.

Πηγές



Γαλλικά (fr)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

civil (fr)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.