αρραβώνας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αρραβώνας | οι | αρραβώνες |
| γενική | του | αρραβώνα | των | αρραβώνων |
| αιτιατική | τον | αρραβώνα | τους | αρραβώνες |
| κλητική | αρραβώνα | αρραβώνες | ||
| Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αρραβώνας < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀρραβώνας < αρχαία ελληνική ἀρραβών από την αιτιατική ενικού «τὴν ἀρραβῶνα»
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ɾaˈvo.nas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐ρα‐βώ‐νας
Ουσιαστικό
αρραβώνας αρσενικό
- αμοιβαία υπόσχεση γάμου
- (νομικός όρος) χρηματικό ποσό, ή κινητό πράγμα που καταβάλλεται ως προκαταβολή (αποζημίωσης) σε περίπτωση υπαίτιας ματαίωσης κατά την σύναψη μιας συμφωνίας
- αρρεβώνας (αρσενικό, λαϊκότροπο)
- αρραβώνα, αρρεβώνα (θηλυκό, λαϊκό)
Εκφράσεις
- περνάω βέρες
Συγγενικά
με αρραβων-
- αρραβωνιάζω, αρραβωνιάζομαι & συγγενικά με αρραβωνια- όπως αρραβωνιάσματα, αρραβωνιάρης, αρραβωνιάρα, αρραβωνιαστικός
- αρραβωνίζω
- αρραβωνίσι, αρραβωνίσια / αρρεβωνίσια
με αρρεβων-
- αρρεβωνιάζω, αρρεβωνιάζομαι & συγγενικά
- Λέξεις με αρραβων-, με αρρεβων- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις
αρραβώνας
|
Πηγές
- αρραβώνας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αρραβώνας - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- αρραβώνας - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.