ἀρραβώνας

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

ἀρραβώνας < ἀρραβών < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀρραβών, από την αιτιατική ενικού «τὸν ἀρραβῶνα»[1]

Ουσιαστικό

ἀρραβώνας αρσενικό

  • ἀρραβώνα (θηλυκό)
  • ἀρρεβώνας (αρσενικό)

Κλιτικοί τύποι

  • ἀρραβώνα (αιτιατική ενικού)

λόγιοι τύποι (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο ἀρραβών) όπως ἀρραβῶνος (γενική ενικού)

Συγγενικά

Αναφορές

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.