ἀρραβώνας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- ἀρραβώνας < ἀρραβών < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀρραβών, από την αιτιατική ενικού «τὸν ἀρραβῶνα»[1]
- ἀρραβώνα (θηλυκό)
- ἀρρεβώνας (αρσενικό)
Κλιτικοί τύποι
- ἀρραβώνα (αιτιατική ενικού)
λόγιοι τύποι (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο ἀρραβών) όπως ἀρραβῶνος (γενική ενικού)
Συγγενικά
- με ἀρραβωνια- → δείτε ἀρραβωνιάζω
- με ἀρρεβωνια- → δείτε ἀρρεβωνιάζω
- → και δείτε τη λέξη ἀρραβών
Αναφορές
- αρραβώνας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
- σελ.214-215, Τόμος 3 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ἀρραβώνας - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.