καπάρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | καπάρο | τα | καπάρα |
| γενική | του | καπάρου | των | καπάρων |
| αιτιατική | το | καπάρο | τα | καπάρα |
| κλητική | καπάρο | καπάρα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καπάρο < (άμεσο δάνειο) ιταλική caparra (λέξη που θεωρήθηκε ως πληθυντικός) < capo e arra < λατινική caput + arra/arrha (<arrhabo < ελληνιστική κοινή ἀρραβών < εβραϊκή ערבון)
Ουσιαστικό
καπάρο ουδέτερο
- είδος προκαταβολής που δίνεται για αγορά, ώστε ο πωλητής να μην πουλήσει το αντικείμενο της συναλλαγής σε άλλον μέχρι να γίνει η οριστική πώληση
- (παρωχημένο) αρραβώνας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.