ἀρραβών
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- ἀρραβών < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀρραβών
Ουσιαστικό
ἀρραβών αρσενικό
- (οικονομία) προκαταβολή οικονομικής συμφωνίας, αρραβώνας
- μνηστεία, αρραβώνας
- ἀρραβώνα (θηλυκό)
- ἀρραβώνας (αρσενικό)
- ἀρρεβώνας (αρσενικό)
Κλιτικοί τύποι
λόγιοι τύποι (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο ἀρραβών) όπως
- ἀρραβῶνος (γενική ενικού)
μεταγενέστεροι τύποι → δείτε από τον τύπο ἀρραβώνας όπως ἀρραβώνα (αιτιατική ενικού)
Συγγενικά
- με ἀρραβωνια- → δείτε ἀρραβωνιάζω
- με ἀρρεβωνια- → δείτε ἀρρεβωνιάζω
- ἀρραβωνίζω
- ἀρραβωνικός
- ἀρραβώνισμα
Πηγές
- σελ.214-215, Τόμος 3 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ἀρραβών - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ἀρραβών | οἱ | ἀρραβῶνες |
| γενική | τοῦ | ἀρραβῶνος | τῶν | ἀρραβώνων |
| δοτική | τῷ | ἀρραβῶνῐ | τοῖς | ἀρραβῶσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸν | ἀρραβῶνᾰ | τοὺς | ἀρραβῶνᾰς |
| κλητική ὦ! | ἀρραβών | ἀρραβῶνες | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀρραβῶνε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀρραβώνοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'χειμών' όπως «χειμών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ἀρραβών < πιθανό δάνειο σημιτικής προέλευσης , όπως η εβραϊκή עירבון (ʿērāḇōn, προκαταβολή), ή από άλλη γλώσσα της ανατολής[1]
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ μεσαιωνικά ελληνικά: ἀρραβών, ἀρραβώνας ⇒ νέα ελληνικά: αρραβώνας
Ουσιαστικό
ἀρραβών, -ῶνος αρσενικό
- (οικονομία) χρηματικό ποσό που δίνεται ως εγγύηση, προκαταβολή
- επίσημη υπόσχεση, δέσμευση
- (ελληνιστική σημασία) μνηστεία, αρραβώνας
- άλλες μορφές: ἀραβών
Παράγωγα
- ἀρραβωνέομαι
- ἀρραβωνιακός
- ἀρραβωνίζεται
Αναφορές
- ἀρραβών σελ.115 - Chantraine, Pierre Dictionnaire étymologique de la langue grecque. (DELG) [Ετυμολογικό λεξικό της αρχαίας ελληνικής] (στα γαλλικά) Παρίσι: Klincksieck, 1968, Τόμοι 1-4.
Πηγές
- ἀρραβών - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀρραβών - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.