αρραβωνιάρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αρραβωνιάρα οι αρραβωνιάρες
      γενική της αρραβωνιάρας
    αιτιατική την αρραβωνιάρα τις αρραβωνιάρες
     κλητική αρραβωνιάρα αρραβωνιάρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αρραβωνιάρα < αρραβωνιάρ(ης) +

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ɾa.voˈɲa.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αρραβωνιάρα

Ουσιαστικό

αρραβωνιάρα θηλυκό

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε αρραβωνιαστικός

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.