αρραβώνα
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ɾaˈvo.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐ρα‐βώ‐να
Ετυμολογία 1
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αρραβώνα | οι | αρραβώνες |
| γενική | της | αρραβώνας | των | αρραβώνων |
| αιτιατική | την | αρραβώνα | τις | αρραβώνες |
| κλητική | αρραβώνα | αρραβώνες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
- αρραβώνα < αρσενικό αρραβών(ας) + μεταπλασμό σε θηλυκό με κατάληξη -α
Μεταφράσεις
αρραβώνα
|
→ δείτε τη λέξη αρραβώνας |
Ετυμολογία 2
- αρραβώνα: κλιτικός τύπος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.