αρραβωνιάσματα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | αρραβωνιάσματα | ||
| γενική | των | αρραβωνιασμάτων | ||
| αιτιατική | τα | αρραβωνιάσματα | ||
| κλητική | αρραβωνιάσματα | |||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αρραβωνιάσματα: πληθυντικός αριθμός του αρραβώνιασμα, κληρονομημένο από τη μεσαιωνική ελληνική ἀρραβωνιάσματα
[[File:Παιδικοί αρραβώνες.jpg|thumb|400px|Τα {{β|Τα Αρραβωνιάσματα (Γύζης)|Τα αρραβωνιάσματα των παιδιών (1875), ζωγραφικός πίνακας του Νικόλαου Γύζη. Είναι ένα έργο που ζωγραφίστηκε σε δύο παραλλαγές.
Στην Εθνική Πινακοθήκη.]]
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ɾa.voˈɲa.zma.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐ρα‐βω‐νιά‐σμα‐τα
- αρρεβωνιάσματα (λαϊκότροπο)
- σπανιότερα απαντά ο ενικός αρραβώνιασμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη αρραβώνας
Μεταφράσεις
αρραβωνιάσματα
|
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
αρραβωνιάσματα ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αρραβώνιασμα
Πηγές
- αρραβώνιασμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αρραβώνιασμα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- αρραβώνιασμα - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.