μνηστεία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μνηστεία | οι | μνηστείες |
| γενική | της | μνηστείας | των | μνηστειών |
| αιτιατική | τη | μνηστεία | τις | μνηστείες |
| κλητική | μνηστεία | μνηστείες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μνηστεία < ελληνιστική κοινή μνηστεία < αρχαία ελληνική μνηστός < μνάομαι
Μεταφράσεις
μνηστεία
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.