αρρεβωνιάζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ɾe.voˈɲa.zo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐ρε‐βω‐νιά‐ζο‐μαι
Ρηματικός τύπος
αρρεβωνιάζομαι
- (προφορικό, λαϊκότροπο) προφορική μορφή του αρραβωνιάζομαι: παθητική φωνή του ρήματος αρρεβωνιάζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.