απαγωγός
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- απαγωγός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπαγωγός (που απομακρύνει) < ἀπάγω < ἀπό + ἄγω. Αναλύεται σε απ- + -αγωγός
- για το μηχάνημα εργαστηρίου < απόδοση για την αγγλική fume hood
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.pa.ɣo.ˈɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πα‐γω‐γός
Επίθετο
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ονομαστική | ο/η | απαγωγός | το | απαγωγό | ||
| γενική | του/της | απαγωγού | του | απαγωγού | ||
| αιτιατική | τον/την | απαγωγό | το | απαγωγό | ||
| κλητική | απαγωγέ | απαγωγό | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ονομαστική | οι | απαγωγοί | τα | απαγωγά | ||
| γενική | των | απαγωγών | των | απαγωγών | ||
| αιτιατική | τους/τις | απαγωγούς | τα | απαγωγά | ||
| κλητική | απαγωγοί | απαγωγά | ||||
| Επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε -ή. | ||||||
| ομάδα '-ός -ός -ό', Κατηγορία όπως «εξαγωγός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
απαγωγός -ός -ό
Αντώνυμα
Ουσιαστικό
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | απαγωγός | οι | απαγωγοί |
| γενική | του | απαγωγού | των | απαγωγών |
| αιτιατική | τον | απαγωγό | τους | απαγωγούς |
| κλητική | απαγωγέ | απαγωγοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
απαγωγός αρσενικό
- (χημεία, συσκευή) διάταξη για την απομάκρυνση αερίων ή καπνού από ένα εργαστήριο
- ↪ Ο απαγωγός εργαστηρίου προστατεύει τον χώρο και τον χειριστή κατά τη διάρκεια χημικών εφαρμογών που γίνονται στην ειδική επιφάνεια εργασίας με ειδικό τζάμι ασφαλείας
- → δείτε το μηχάνημα απορροφητήρας

Απαγωγός εργαστηρίου.
-
fume hood στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Πηγές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- «ἀπαγωγός» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.