απαγωγή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απαγωγή οι απαγωγές
      γενική της απαγωγής των απαγωγών
    αιτιατική την απαγωγή τις απαγωγές
     κλητική απαγωγή απαγωγές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

απαγωγή < αρχαία ελληνική ἀπαγωγή

Ουσιαστικό

απαγωγή θηλυκό

  1. η απομάκρυνση, η οδήγηση έξω από το χώρο
    η απαγωγή της επιπλέον θερμότητας στους πυρηνικούς αντιδραστήρες γίνεται με τη χρήση τρεχούμενου νερού
    χρειάζεται ειδική χοάνη για την απαγωγή των καυσαερίων
  2. (ειδικότερα), (κοινά), (νομικός όρος) η αρπαγή και αιχμαλωσία ενός προσώπου προκειμένου, συνήθως, να ζητηθούν λύτρα ή κάποιο άλλο αντάλλαγμα
  3. (γυμναστική) η απομάκρυνση των άκρων από τον κορμό
     αντώνυμα: προσαγωγή
  4. (φιλοσοφία) μέθοδος συλλογισμού σύμφωνα με την οποία ξεκινάμε από τα γενικά και καταλήγουμε σε συμπεράσματα για τα μερικά

Πολυλεκτικοί όροι

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.