αιθεροβάμων
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αιθεροβάμων & αιθεροβάμονας |
η | αιθεροβάμων | το | αιθεροβάμον |
| γενική | του | αιθεροβάμονος & αιθεροβάμονα |
της | αιθεροβάμονος | του | αιθεροβάμονος |
| αιτιατική | τον | αιθεροβάμονα | την | αιθεροβάμονα | το | αιθεροβάμον |
| κλητική | αιθεροβάμων & αιθεροβάμονα |
αιθεροβάμων | αιθεροβάμον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αιθεροβάμονες | οι | αιθεροβάμονες | τα | αιθεροβάμονα |
| γενική | των | αιθεροβαμόνων | των | αιθεροβαμόνων | των | αιθεροβαμόνων |
| αιτιατική | τους | αιθεροβάμονες | τις | αιθεροβάμονες | τα | αιθεροβάμονα |
| κλητική | αιθεροβάμονες | αιθεροβάμονες | αιθεροβάμονα | |||
| Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. | ||||||
| ομάδα '-ων-ονας', Κατηγορία όπως «μετριόφρων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αιθεροβάμων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική αἰθεροβάμων < αἰθήρ + -βάμων (<βαίνω)
Επίθετο
αιθεροβάμων -ων -ον
- (λόγιο) που δεν έχει επαφή με την πραγματικότητα και κάνει απραγματοποίητα σχέδια
Ουσιαστικό
αιθεροβάμων αρσενικό ή θηλυκό
- (λόγιο) που δεν έχει επαφή με την πραγματικότητα και κάνει απραγματοποίητα σχέδια
Συνώνυμα
- αεροβάμων/αεροβάμονας
- αιθεροβάμονας
- αιθεροβάτης
- ανεδαφικός
- νεφελοβάμων
- ονειροπόλος
- ουρανοβάμων
- ουρανοβάτης
- ουτοπιστής
- πετάω στα σύννεφα
- φαντασιοκόπος
Αντώνυμα
Συγγενικά
- αιθεροβατώ
- → δείτε τις λέξεις αιθέρας και βαίνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.