αιθεροβατώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αιθεροβατώ < (ελληνιστική κοινή) αἰθεροβατῶ < αἰθήρ + βαίνω

Ρήμα

αιθεροβατώ

  1. (κυριολεκτικά) περπατάω στον αιθέρα
  2. (μεταφορικά) δεν έχω επαφή με την πραγματικότητα, δεν είμαι ρεαλιστής, είμαι αιθεροβάμων

Συνώνυμα

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.