φαντασιοκόπος
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- φαντασιοκόπος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή φαντασιοκόπος (επίθετο) < φαντασί(α) + -ο- + -κόπος. Συγκρίνετε με το φαντασιόκοπος.
Προφορά
- ΔΦΑ : /fan.da.si.oˈko.pos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φα‐ντα‐σι‐ο‐κό‐πος
- τονικό παρώνυμο: φαντασιόκοπος
Επίθετο
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φαντασιοκόπος | η | φαντασιοκόπος & φαντασιοκόπα |
το | φαντασιοκόπο |
| γενική | του | φαντασιοκόπου | της | φαντασιοκόπου & φαντασιοκόπας |
του | φαντασιοκόπου |
| αιτιατική | τον | φαντασιοκόπο | τη | φαντασιοκόπο & φαντασιοκόπα |
το | φαντασιοκόπο |
| κλητική | φαντασιοκόπε | φαντασιοκόπε & φαντασιοκόπα |
φαντασιοκόπο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φαντασιοκόποι | οι | φαντασιοκόποι & φαντασιοκόπες |
τα | φαντασιοκόπα |
| γενική | των | φαντασιοκόπων | των | φαντασιοκόπων | των | φαντασιοκόπων |
| αιτιατική | τους | φαντασιοκόπους | τις | φαντασιοκόπους & φαντασιοκόπες |
τα | φαντασιοκόπα |
| κλητική | φαντασιοκόποι | φαντασιοκόποι & φαντασιοκόπες |
φαντασιοκόπα | |||
| Δείτε και φαντασιόκοπος, φαντασιόκοπη, φαντασιόκοπο. | ||||||
| ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
φαντασιοκόπος, -ος/α, -ο [1] και φαντασιόκοπος, -η, -ο
- που φαντάζεται απραγματοποίητες καταστάσεις, τρέφεται από μάταιες ελπίδες, που ζει με χίμαιρες
- ※ 19ος αιώνας — Κατήντησες κενόφρων καὶ ἀσύνετος φαντασιοκόπος, παιδάκι μου ! » εἶπε τέλος πάντων ἡ γραῖα γυνὴ, ἀνίκανος νὰ συνέχῃ πλέον τὴν ἔκρηξιν τῆς ἀγανακτήσεώς της
- Ν. Αργυριάδης, Περικλής: Οι σκηναί εκ του ιδιωτικού και πολιτικού βίου των αρχαίων Αθηνών, 1861, σελ. 76 @books.google
- ※ 19ος αιώνας — τέλος μιά ἀνεψιά, Κλοτίλδη Δεροζαί, ἤς ὀ πατήρ εἶχε πρό μικροῦ πέσει ἐν Ἀφρικῇ, ὡραία κόρη μελαγχρὴς, θυμώδης, φαντασιοκόπος, παραχαϊδευμένη καί τρομερά προαγγγέλλουσα
- Πανδώρα, τόμος 14, 1864, σελ. 475 @books.google
- ※ 20ός αιώνας — Η μεταφορά, με λίγα λόγια, δεν είναι το φαντασιοκόπο 'διάνθισμα' των γεγονότων. Είναι ένας τρόπος 'εμπειρίας' των γεγονότων.
- Νεότερη Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία: Λογοτεχνικά Είδη και Μορφές, Τεχνικές και Τρόποι Γραφής, "Μεταφορά" Επιμέλεια: Αντώνης Δημόπουλος - 1. Terence Hawkes, Μεταφορά, μετάφραση: Γαβριήλ-Νίκος Πεντζίκης, Αθήνα, εκδ. Ερμής, 1978, σσ. 9-32, 54-136.
- ※ 19ος αιώνας — Κατήντησες κενόφρων καὶ ἀσύνετος φαντασιοκόπος, παιδάκι μου ! » εἶπε τέλος πάντων ἡ γραῖα γυνὴ, ἀνίκανος νὰ συνέχῃ πλέον τὴν ἔκρηξιν τῆς ἀγανακτήσεώς της
Ουσιαστικό
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | φαντασιοκόπος | οι | φαντασιοκόποι |
| γενική | του/της | φαντασιοκόπου | των | φαντασιοκόπων |
| αιτιατική | τον/τη | φαντασιοκόπο | τους/τις | φαντασιοκόπους |
| κλητική | φαντασιοκόπε | φαντασιοκόποι | ||
| Δείτε επίσης, την κλίση του επιθέτου, και το «φαντασιόκοπος». | ||||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
φαντασιοκόπος αρσενικό ή θηλυκό (ή αρσενικό ουσιαστικό [2])
- που είναι φαντασιοκόπος
Συγγενικά
- φαντασιοκόπημα
- φαντασιοκοπία
- φαντασιοκοπώ
- Λέξεις με φαντασιοκοπ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις
φαντασιοκόπος
|
|
Αναφορές
- φαντασιοκόπος, -ος, -ο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- s.v. φαντασιοκοπώ, & φαντασιοκόπος (ο) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | φαντασιοκόπος | τὸ | φαντασιοκόπον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | φαντασιοκόπου | τοῦ | φαντασιοκόπου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | φαντασιοκόπῳ | τῷ | φαντασιοκόπῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | φαντασιοκόπον | τὸ | φαντασιοκόπον | ||
| κλητική ὦ! | φαντασιοκόπε | φαντασιοκόπον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | φαντασιοκόποι | τὰ | φαντασιοκόπᾰ | ||
| γενική | τῶν | φαντασιοκόπων | τῶν | φαντασιοκόπων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | φαντασιοκόποις | τοῖς | φαντασιοκόποις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | φαντασιοκόπους | τὰ | φαντασιοκόπᾰ | ||
| κλητική ὦ! | φαντασιοκόποι | φαντασιοκόπᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φαντασιοκόπω | τὼ | φαντασιοκόπω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | φαντασιοκόποιν | τοῖν | φαντασιοκόποιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- φαντασιοκόπος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική φαντασί(α) + -ο- + -κόπος
Πηγές
- φαντασιοκόπος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.