πραγματικότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πραγματικότητα | οι | πραγματικότητες |
| γενική | της | πραγματικότητας | των | πραγματικοτήτων |
| αιτιατική | την | πραγματικότητα | τις | πραγματικότητες |
| κλητική | πραγματικότητα | πραγματικότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
πραγματικότητα < πραγματικός + -ότητα
Ουσιαστικό
πραγματικότητα θηλυκό
- η κατάσταση των πραγμάτων όπως αυτά υπάρχουν και όχι όπως τα φανταζόμαστε ή θα μπορούσαν να είναι
Μεταφράσεις
πραγματικότητα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.