αἰθήρ

Αρχαία ελληνικά (grc)

αρσενικό ή θηλυκό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
αἰθηρ- αἰθερ-
ονομαστική
αἰθήρ οἱ
αἱ
αἰθέρες
      γενική τοῦ
τῆς
αἰθέρος τῶν αἰθέρων
      δοτική τῷ
τῇ
αἰθέρ τοῖς
ταῖς
αἰθέρσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν
τὴν
αἰθέρ τοὺς
τὰς
αἰθέρᾰς
     κλητική ! αἰθήρ αἰθέρες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  αἰθέρε
γεν-δοτ τοῖν  αἰθέροιν
Στον Όμηρο, θηλυκό.
3η κλίση, Κατηγορία 'ἀθήρ' όπως «ἀθήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αἰθήρ < αἴθω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂eydʰ- καίω, φλέγω)

Ουσιαστικό

αἰθήρ αρσενικό και στον Όμηρο, θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.