απραγματοποίητος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | απραγματοποίητος | η | απραγματοποίητη | το | απραγματοποίητο |
| γενική | του | απραγματοποίητου | της | απραγματοποίητης | του | απραγματοποίητου |
| αιτιατική | τον | απραγματοποίητο | την | απραγματοποίητη | το | απραγματοποίητο |
| κλητική | απραγματοποίητε | απραγματοποίητη | απραγματοποίητο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | απραγματοποίητοι | οι | απραγματοποίητες | τα | απραγματοποίητα |
| γενική | των | απραγματοποίητων | των | απραγματοποίητων | των | απραγματοποίητων |
| αιτιατική | τους | απραγματοποίητους | τις | απραγματοποίητες | τα | απραγματοποίητα |
| κλητική | απραγματοποίητοι | απραγματοποίητες | απραγματοποίητα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- απραγματοποίητος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
απραγματοποίητος, -η, -ο
- που δεν έχει πραγματοποιηθεί
- που δεν γίνεται να πραγματοποιηθεί
- ※ Και δε βασανίζομαι κάνοντας ανόητα όνειρα και καλλιεργώντας απραγματοποίητες ελπίδες. (Μάριος Ποντίκας, Η δραπέτευση τροφίμου γηροκομείου)
- ≈ συνώνυμα: ανέφικτος
- ≠ αντώνυμα: εφικτός, πραγματοποιήσιμος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.