ρεαλιστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ρεαλιστής | οι | ρεαλιστές |
| γενική | του | ρεαλιστή | των | ρεαλιστών |
| αιτιατική | τον | ρεαλιστή | τους | ρεαλιστές |
| κλητική | ρεαλιστή | ρεαλιστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ρεαλιστής < (λόγιο δάνειο) γαλλική réal(iste) + -ιστής
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɾe.a.liˈstis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρε‐α‐λι‐στής
Ουσιαστικό
ρεαλιστής αρσενικό (θηλυκό ρεαλίστρια)
- ο άνθρωπος που βασίζει τις πράξεις του στην αντίληψη της πραγματικότητας
- ο οπαδός του φιλοσοφικού ή αισθητικού ρεαλισμού
- ※ ο Μελάς στον πρόλογο της κριτικής του για το «Δεκαήμερο» χαρακτηρίζει το Βοκάκιο ως «ρεαλιστή», «γυναικολάτρη και κοσμικό ερωτολόγο» ή αλλού «σαρκολάτρη και πιο ανθρώπινο» σε αντιδιαστολή με τους «ασκητές» Δάντη («θεολάτρη» ή «θεόπνευστο») και Πετράρχη («ιδεολάτρη» ή «ιδανιστή») (Βοκάκιος «Δεκαήμερο» :Το ξεδίπλωμα της ανθρώπινης υποκρισίας, gnomionline.gr, 5/11/2019 )
- καλλιτέχνης που εκφράζεται με τα χαρακτηριστικά της τέχνης του ρεαλισμού
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ρεαλισμός
Πηγές
- ρεαλιστής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ρεαλιστής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.