ρεαλιστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ρεαλιστής οι ρεαλιστές
      γενική του ρεαλιστή των ρεαλιστών
    αιτιατική τον ρεαλιστή τους ρεαλιστές
     κλητική ρεαλιστή ρεαλιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ρεαλιστής < (λόγιο δάνειο) γαλλική réal(iste) + -ιστής

Προφορά

ΔΦΑ : /ɾe.a.liˈstis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρεαλιστής

Ουσιαστικό

ρεαλιστής αρσενικό (θηλυκό ρεαλίστρια)

  1. ο άνθρωπος που βασίζει τις πράξεις του στην αντίληψη της πραγματικότητας
  2. ο οπαδός του φιλοσοφικού ή αισθητικού ρεαλισμού
      ο Μελάς στον πρόλογο της κριτικής του για το «Δεκαήμερο» χαρακτηρίζει το Βοκάκιο ως «ρεαλιστή», «γυναικολάτρη και κοσμικό ερωτολόγο» ή αλλού «σαρκολάτρη και πιο ανθρώπινο» σε αντιδιαστολή με τους «ασκητές» Δάντη («θεολάτρη» ή «θεόπνευστο») και Πετράρχη («ιδεολάτρη» ή «ιδανιστή») (Βοκάκιος «Δεκαήμερο» :Το ξεδίπλωμα της ανθρώπινης υποκρισίας, gnomionline.gr, 5/11/2019 )
  3. καλλιτέχνης που εκφράζεται με τα χαρακτηριστικά της τέχνης του ρεαλισμού

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.