πραγματιστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πραγματιστής | οι | πραγματιστές |
| γενική | του | πραγματιστή | των | πραγματιστών |
| αιτιατική | τον | πραγματιστή | τους | πραγματιστές |
| κλητική | πραγματιστή | πραγματιστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πραγματιστής < πράγμα + -ιστής (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική réaliste)
Ουσιαστικό
πραγματιστής αρσενικό (θηλυκό: πραγματίστρια)
- που σκέφτεται και ενεργεί βάσει της πραγματικότητας κι όχι του συναισθήματος ή της θεωρίας
- (φιλοσοφία) οπαδός του πραγματισμού
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις πραγματισμός και πράγμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.