αεροβάμων

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αεροβάμων < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

αεροβάμων

  1. αυτός που αεροβατεί, που πετάει στα σύννεφα, πουβρίσκεται εκτός πραγματικότητας
     συνώνυμα: αιθεροβάμων, ονειροπαρμένος
     αντώνυμα: ρεαλιστής

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.