ονειροπόλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ονειροπόλος η ονειροπόλα το ονειροπόλο
      γενική του ονειροπόλου της ονειροπόλας του ονειροπόλου
    αιτιατική τον ονειροπόλο την ονειροπόλα το ονειροπόλο
     κλητική ονειροπόλε ονειροπόλα ονειροπόλο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ονειροπόλοι οι ονειροπόλες τα ονειροπόλα
      γενική των ονειροπόλων των ονειροπόλων των ονειροπόλων
    αιτιατική τους ονειροπόλους τις ονειροπόλες τα ονειροπόλα
     κλητική ονειροπόλοι ονειροπόλες ονειροπόλα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ονειροπόλος < αρχαία ελληνική ὀνειροπόλος < ὄνειρος / ὄνειρον + πόλος / πέλω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική rêvasseur). Μορφολογικά αναλύεται σε όνειρ(ο) + -ο- + -πόλος

Επίθετο

ονειροπόλος, -α, -ο

  1. που έχει την τάση να ονειρεύεται, να κάνει ωραία σχέδια για το μέλλον που ίσως δεν είναι πολύ ρεαλιστικά ή γενικότερα να μην έχει μεγάλη επαφή με την πραγματικότητα
  2. που έχει σχέση με την ονειροπόληση ή αναφέρεται σ’ αυτή

Ουσιαστικό

ονειροπόλος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.