προσγειωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | προσγειωμένος | η | προσγειωμένη | το | προσγειωμένο |
| γενική | του | προσγειωμένου | της | προσγειωμένης | του | προσγειωμένου |
| αιτιατική | τον | προσγειωμένο | την | προσγειωμένη | το | προσγειωμένο |
| κλητική | προσγειωμένε | προσγειωμένη | προσγειωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | προσγειωμένοι | οι | προσγειωμένες | τα | προσγειωμένα |
| γενική | των | προσγειωμένων | των | προσγειωμένων | των | προσγειωμένων |
| αιτιατική | τους | προσγειωμένους | τις | προσγειωμένες | τα | προσγειωμένα |
| κλητική | προσγειωμένοι | προσγειωμένες | προσγειωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- προσγειωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου προσγειώνω, προσγειώνομαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.