conductor

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
conductor conductors

Ουσιαστικό

conductor (en)

  1. (μουσική) διευθυντής ορχήστρας, χορωδίας
  2. ελεγκτής εισιτηρίων σε συγκοινωνιακά μέσα
  3. (φυσική) αγωγός (του ηλεκτρισμού, της θερμότητας κλπ)
    a good/bad conductor - καλός/κακός αγωγός
    a conductor of heat/electricity - αγωγός της θερμότητας/του ηλεκτρισμού
     αντώνυμα: insulator

Σύνθετα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.