μονωτής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μονωτής | οι | μονωτές |
| γενική | του | μονωτή | των | μονωτών |
| αιτιατική | τον | μονωτή | τους | μονωτές |
| κλητική | μονωτή | μονωτές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
μονωτής αρσενικό
- (φυσική) κάθε υλικό το οποίο δεν επιτρέπει την ελεύθερη διέλευση του ηλεκτρικού φορτίου από τη μάζα του
- (επάγγελμα) ο επαγγελματίας εγκατάστασης μονώσεων
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.