μονωτής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μονωτής οι μονωτές
      γενική του μονωτή των μονωτών
    αιτιατική τον μονωτή τους μονωτές
     κλητική μονωτή μονωτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μονωτής < μόνωση + -ής

Ουσιαστικό

μονωτής αρσενικό

  1. (φυσική) κάθε υλικό το οποίο δεν επιτρέπει την ελεύθερη διέλευση του ηλεκτρικού φορτίου από τη μάζα του
  2. (επάγγελμα) ο επαγγελματίας εγκατάστασης μονώσεων

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.