μυσταγωγός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μυσταγωγός οι μυσταγωγοί
      γενική του μυσταγωγού των μυσταγωγών
    αιτιατική τον μυσταγωγό τους μυσταγωγούς
     κλητική μυσταγωγέ μυσταγωγοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μυσταγωγός < ελληνιστική κοινή μυσταγωγός

Ουσιαστικό

μυσταγωγός αρσενικό

  1. αυτός που μυεί κάποιον σε μια μυστηριακή λατρεία
  2. πρόσωπο που γνωρίζει σε βάθος επιστήμη ή τέχνη και μπορεί να μυήσει και άλλους σ' αυτές

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.