σωλήνας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σωλήνας | οι | σωλήνες |
| γενική | του | σωλήνα | των | σωλήνων |
| αιτιατική | τον | σωλήνα | τους | σωλήνες |
| κλητική | σωλήνα | σωλήνες | ||
| Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Σωλήνες από μέταλλο.
Ετυμολογία
- σωλήνας < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική σωλήν από την αιτιατική ενικού «τὸν σωλῆνα»
Προφορά
- ΔΦΑ : /soˈli.nas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σω‐λή‐νας
Ουσιαστικό
σωλήνας αρσενικό
- κοίλο κυλινδρικό αντικείμενο κατασκευασμένο συνήθως από μέταλλο ή πλαστικό που χρησιμοποιείται κυρίως ως αγωγός για τη μεταφορά υγρών (π.χ. νερού) ή αερίων (π.χ. φυσικό αέριο) ή για την τοποθέτηση ηλεκτρικών ή τηλεφωνικών καλωδίων
- οποιοδήποτε κοίλο κυλινδρικό αντικείμενο
- σωλήνα (θηλυκό)
Πολυλεκτικοί όροι
- δοκιμαστικός σωλήνας: μικρής διατομής κυλινδρικό γυάλινο δοχείο που χρησιμοποιείται σε επιστημονικά εργαστήρια
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Εκφράσεις
- παιδί του σωλήνα: το παιδί που γεννήθηκε με εξωσωματική γονιμοποίηση
Συγγενικά
- διασωληνώνω
- διασωλήνωση
- σωληνάρι
- σωληνάριο
- σωληνοειδής, σωληνωειδές
- σωληνώνω
- σωλήνωση
Μεταφράσεις
Πηγές
- σωλήνας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.