προαγωγός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η προαγωγός οι προαγωγοί
      γενική του/της προαγωγού των προαγωγών
    αιτιατική τον/την προαγωγό τους/τις προαγωγούς
     κλητική προαγωγέ προαγωγοί
Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προαγωγός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προαγωγός[1] < προάγω

Προφορά

ΔΦΑ : /pɾo.a.ɣoˈɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προαγωγός

Ουσιαστικό

προαγωγός αρσενικό ή θηλυκό

  1. που προάγει κάτι, συμβάλλει στην ανάπτυξή του, το οδηγεί σε ένα ανώτερο στάδιο
    η πόλη μας ήταν προαγωγός του πολιτισμού
  2. (επάγγελμα) που προάγει γυναίκες στην πορνεία

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.