προαγωγός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | προαγωγός | οι | προαγωγοί |
| γενική | του/της | προαγωγού | των | προαγωγών |
| αιτιατική | τον/την | προαγωγό | τους/τις | προαγωγούς |
| κλητική | προαγωγέ | προαγωγοί | ||
| Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- προαγωγός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προαγωγός[1] < προάγω
Προφορά
- ΔΦΑ : /pɾo.a.ɣoˈɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐α‐γω‐γός
Ουσιαστικό
προαγωγός αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Αναφορές
- προαγωγός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.