pipe
Αγγλικά (en)
Προφορά
- ΔΦΑ : /paɪp/
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| pipe | pipes |
pipe (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) ο σωλήνας, ο αγωγός, για τη μεταφορά υγρών ή αερίων
- (μετρήσιμο) η πίπα, το τσιμπούκι
- (τυπογραφία) η κατακόρυφη μπάρα
| - (πληροφορική) το σύμβολο
|, το οποίο χρησιμοποιείται στη διασωλήνωση διεργασιών - (πληροφορική) ονομασία αρχείου συστήματος, το οποίο είναι ενταμιευτής (buffer) στη διασωλήνωση διεργασιών έχοντας δομή ουράς (FIFO). Είναι απαραίτητο επειδή η πρώτη διεργασία μπορεί να παράγει δεδομένα γρηγορότερα από ότι τα επεξεργάζεται η δεύτερη.[1]
Ρήμα
| ενεστώτας | pipe |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | pipes |
| αόριστος | piped |
| παθητική μετοχή | piped |
| ενεργητική μετοχή | piping |
pipe (en)
- (μεταβατικό) μεταφέρω με σωλήνες
- ↪ The oil/water is piped across thousands of miles.
- Το πετρέλαιο/νερό μεταφέρεται με σωλήνες χιλιάδες χιλιόμετρα.
- ↪ The oil/water is piped across thousands of miles.
Αναφορές
- «Εισαγωγή στα λειτουργικά συστήματα», σελ. 167 από kallipos.gr. πρόσβαση:26/09/2019
Πηγές
- pipe (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- pipe (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 9, 862. ISBN 9780194325684., λήμμα: αγωγός, σωλήνας
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ⓘ
- ΔΦΑ : /pip/
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.