παιδαγωγός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | παιδαγωγός | οι | παιδαγωγοί |
| γενική | του | παιδαγωγού | των | παιδαγωγών |
| αιτιατική | τον | παιδαγωγό | τους | παιδαγωγούς |
| κλητική | παιδαγωγέ | παιδαγωγοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παιδαγωγός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παιδαγωγός < παῖς + ἀγωγός < ἄγω. Συγχρονικά αναλύεται σε παιδ- + -αγωγός
Ουσιαστικό
παιδαγωγός αρσενικό ή θηλυκό
- (ιστορία) ο δούλος που συνόδευε τα παιδιά στο σχολείο
- (επάγγελμα) ο επιστήμονας της παιδαγωγικής
- ο γονέας ή ο δάσκαλος που συμβάλλει με θετικό τρόπο στη διαπαιδαγώγηση των παιδιών
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | παιδαγωγός | οἱ | παιδαγωγοί |
| γενική | τοῦ | παιδαγωγοῦ | τῶν | παιδαγωγῶν |
| δοτική | τῷ | παιδαγωγῷ | τοῖς | παιδαγωγοῖς |
| αιτιατική | τὸν | παιδαγωγόν | τοὺς | παιδαγωγούς |
| κλητική ὦ! | παιδαγωγέ | παιδαγωγοί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | παιδαγωγώ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | παιδαγωγοῖν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Επίθετο
παιδαγωγός αρσενικό
Πηγές
- παιδαγωγός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- παιδαγωγός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.